- ρετσινολαδιά
- (ρίκινος ο κοινός). Φυτό της οικογένειας των ευφορβιιδών (δικοτυλήδονα). Στις χώρες καταγωγής του (τροπική Αφρική) αναπτύσσει ξυλώδη βλαστό σε μέγεθος δεντρώδες (10 μ.)· καλλιεργείται στα εύκρατα κλίματα και είναι ποώδες (1-3 μ.). Ο βλαστός είναι συριγγιώδης, χρώματος ποικίλου από πράσινο μέχρι ιώδες- πορφυρό, λείος, θαμπός, ραβδωτός. Τα φύλλα είναι επαλλάσσοντα, μεγάλα, παλαμοειδώς έλλοβα με 5-8 λοβούς οδοντωτούς και μυτερούς στην κορυφή, πράσινα, γυαλιστερά επάνω και θαμπά στην κάτω επιφάνεια. Τα άνθη είναι μόνοικα κατά κεφάλια, που συγκεντρώνονται και σχηματίζουν φοβοειδείς βότρεις, επάκριους ή μασχαλιαίους: τα άρρενα (στημονοφόρα), τοποθετημένα στη βάση του βότρυ, περιέχονται μέσα σε περιβλήματα που ανοίγουν, κατά την ωρίμαση της γύρης, αφήνοντας να εξέλθουν μικρές τούφες από στήμονες με διακλαδισμένα νήματα· τα θήλεα, τοποθετημένα προς τα επάνω του βότρυ, έχουν σέπαλα ωοειδή-μυτερά και ύπερο με 3 πτεροειδείς στύλους. Οι καρποί είναι σφαιρικές κάψες, τρίχωρες, που καλύπτονται από μαλακά αγκάθια· περιέχουν τρία σπέρματα λεία, ωοειδή, σαρκώδη, καστανόμαυρα, γυαλιστερά με ανοιχτόχρωμες κηλίδες. Το χρώμα αυτό πάνω στις σκληρές κρουστώδεις πλευρές του σαρκώδους ενδοσπερμίου προσδίδει στα σπέρματα ομοιότητα με ένα αδηφάγο κολεόπτερο των περιοχών όπου η ρ. αυτοφύεται, και εξασφαλίζει ακριβώς την άμυνα του φυτού.
Από τη ρ. εξάγονται δύο έλαια: ένα από αυτά, που λαμβάνεται εν θερμώ, χρησιμοποιείται για τη λίπανση λεπτών μηχανισμών. Το άλλο, το γνωστό ρετσινόλαδο, έχει καθαρτικές ιδιότητες, οι οποίες οφείλονται στην περιεχόμενη ρικινολεΐνη, τριγλυκερίνη που γαλακτοποιείται και σαπωνοποιείται στο έντερο με σχηματισμό αλκαλικών μεταλλικών αλάτων του ρικινολεϊκού οξέος, στο οποίο κυρίως οφείλεται ο ερεθισμός της περιστολής· θεωρείται ένα από τα καλύτερα καθαρτικά, με μοναδικό ελάττωμα αυτό της κακής γεύσης, που σήμερα έχει υπερπηδηθεί σε μερικά φαρμακευτικά παρασκευάσματα. Για εξωτερική χρήση μπαίνει στη σύνθεση μερικών καλλυντικών.
Ρετσινολαδιά (ρίκινος ο κοινός), φυτό της Αφρικής. Από τα σπέρματα του βγαίνει το ρετσινόλαδο.
* * *η, Νβοτ. κοινή ονομασία του φυτού Ricinus communis, μοναδικού είδους τού γένους Ρίκινος, το οποίο ανήκει στην οικογένεια ευφορβιίδες τής τάξης ευφορβιώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ρετσινόλαδο].
Dictionary of Greek. 2013.